|
Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:
Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε. Η εγγραφή για τον όρο operator παρατίθεται στη συνέχεια. Δείτε επίσης: door
WordReference English-Greek Dictionary © 2025: Κύριες μεταφράσεις |
operator n | (telephone) (γενικά) | τηλεφωνικό κέντρο επίθ + ουσ ουδ |
| (το ίδιο το άτομο) | τηλεφωνητής, τηλεφωνήτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| If you need assistance, call the operator. |
operator n | (of a machine) | χειριστής, χειρίστρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Glenn works in a factory; he's a machine operator. |
operator n | (manager, owner) | διευθυντής, διευθύντρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Bridget is a hotel operator. |
Επιπλέον μεταφράσεις |
operator n | (finance: trader) (χρηματιστήριο) | επενδυτής, επενδύτρια ουσ αρσ, ουσ θηλ |
| Hannah is an operator in the stock market. |
operator n | (mathematics: function) (μαθηματικά) | τελεστής ουσ αρσ |
| The students learned about operators in class today. |
operator n | slang (schemer, fraud) | μηχανορράφος ουσ αρσ/θηλ |
| | δολοπλόκος επίθ |
| (καθομιλουμένη) | που ξέρει να χειρίζεται τους άλλους περίφρ |
| James is an experienced operator and always manages to get his own way. |
WordReference English-Greek Dictionary © 2025:
|
|